- Παπαδιαμαντόπουλος, Ιωάννης
- I
(Αθήνα 1856 – Σεν Μαντέ 1910). Ελληνογάλλος ποιητής. Νέος εγκαταστάθηκε στο Παρίσι (1880), με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Jean Moréas. Πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, δημοσίευσε την ποιητική συλλογή Τρυγόνες και έχιδναι (1878), η οποία, κατά την έκφραση του Παλαμά, σαν να αποχαιρετούσε «κάτι που έσβηνε»· αυτό ήταν η ρομαντική ποίηση του αθηναϊκού λογιοτατισμού, την οποία θα παραμέριζε η λογοτεχνική γενιά της δεκαετίας του 1880. Οι πρώτες γαλλικές συλλογές του, επηρεασμένες από τον Μποντλαίρ και το Βερλέν (Les Syrtes, 1884· Les Cantilènes, 1886), τον ανέδειξαν σε αρχηγό των συμβολιστών· ο ίδιος δημοσίευσε και το μανιφέστο του συμβολισμού, το 1886. Όμως, και μέσα στην αποσταγμένη λεπτότητα των συμβολιστικών ποιημάτων του, ο Π. κράτησε την αίσθηση της πλαστικής ελληνικής γλώσσας και της κλασικής ομορφιάς· γι’ αυτό το 1891 ίδρυσε τη «ρομανική σχολή» (école romane), η οποία εκδηλώθηκε κατά της σκοτεινότητας του συμβολισμού. Με βάση τις νέες αισθητικές αρχές του έγραψε τις Στροφές (Stances, 1899-1901), το βιβλίο που του εξασφάλισε μια σημαντική θέση στη γαλλική ποίηση. Μέσα σ’ αυτό μετέφερε τις εντυπώσεις, τις απογοητεύσεις, τη λατρεία του στην ποίηση και τη στωική του μελαγχολία. Στα σύντομα ποιήματα των Στροφών επεδίωξε τη μορφική τελειότητα και υπέβαλε την ευαισθησία του σε μια αυστηρή πειθαρχία. Η Ελλάδα είναι στο έργο αυτό παρούσα, με πολλούς στίχους, που τους διαπνέει μια βαθιά νοσταλγία.II
Ο I. Παπαδιαμαντόπουλος ενίσχυσε με πολλούς τρόπους τον αγώνα του ‘21 και έπεσε στο Μεσολόγγι.
(Κόρινθος 1766 – Μεσολόγγι 1826). Κορίνθιος έμπορος, Φιλικός και πατριώτης, ηπειρωτικής καταγωγής. Έδρασε στην Πάτρα ως εμπορευόμενος, εφοπλιστής και οικονομικός παράγοντας της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, Στερεάς και Επτανήσου. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ανέλαβε να καλύψει μέρος των δαπανών της προπαρασκευαζόμενης ελληνικής εξέγερσης (1 Φεβρουαρίου του 1821, προσφορά 7.000 γροσίων στην «Κάσα της Εταιρείας του Γένους»). Οργάνωσε σώματα έμμισθων ενόπλων και πρωτοστάτησε στην εξέγερση της Πάτρας, ύστερα από αιματηρά επεισόδια έξω από το σπίτι του (21 Μαρτίου του 1821). Στις 23 Μαρτίου πήγε στην Πάτρα από τη μονή Ομπλού, μαζί με τον Νικόλαο Λόντο, και άρχισαν τις εχθροπραξίες. Πήρε μέρος στην πολιορκία του κάστρου των Πατρών και στις 26 Μαρτίου υπέγραψε στην εγκύκλιο του μητροπολίτη Π. Πατρών Γερμανού B’ προς τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ως μινίστρος των Εξωτερικών της επαναστατικής κυβέρνησης. Στις αρχές Ιουνίου πήγε στην Ιταλία (Αγκόνα) και αγόρασε με έξοδά του πολεμοφόδια για τους επαναστάτες, επιδιώκοντας ταυτόχρονα να πετύχει τη συνδρομή των Ελλήνων του εξωτερικού στην κάλυψη των αγώνων του πολέμου. Στις 15 Δεκεμβρίου έγινε μέλος της «εθνικής βουλής, παραστατικόν της Πελοποννήσου» στην πρώτη εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου. Προσφερε τακτικές εισφορές στην Επανάσταση, ανέλαβε λεπτές αποστολές και την 1η Μαρτίου του 1823 εξελέγη εκπρόσωπος των Πατρών και λίγο αργότερα μέλος της επιτροπής εθνικού δανείου. Στις 12 Μαρτίου του 1825 ανέλαβε την προεδρία τριμελούς επιτροπής για την πολιτική και πολεμική εποπτεία της Δυτικής Ελλάδας. Ένα μήνα ακριβώς αργότερα (12 Απριλίου 1825) πήγε στο Μεσολόγγι, όπου ανέλαβε τη διοίκηση και τη διοργάνωση της άμυνας της πόλης, τον ανεφοδιασμό της με τρόφιμα (κυρίως από τη Ζάκυνθο) και τον συντονισμό των ενεργειών των διαφόρων οπλαρχηγών. Οι ενέργειεές του να εξασφαλίσει στρατιωτικές ενισχύσεις από την Πελοπόννησο δεν είχαν μεγάλη επιτυχία, επειδή η κεντρική Ελληνική Διοίκηση δεν μπόρεσε να διασπάσει τον κλοιό των πολιορκητών και δεν επωφελήθηκε –εξαιτίας του διχασμού– από τις ηρωικές προσπάθειες των πολιορκημένων. Ο Π. πήρε τελικά μέρος στην Έξοδο της 10ης/11ης Απριλίου 1826, όπου και σκοτώθηκε.
Dictionary of Greek. 2013.